γεωργικός

γεωργικός
-ή, -ό (AM γεωργικός, -ή, -όν) [γεωργία] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη γεωργία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Γεωργικά
τίτλος τεσσάρων ποιητικών βιβλίων τού Βεργιλίου
νεοελλ.
(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεωργικά
η ενασχόληση με τις γεωργικές εργασίες
αρχ.
1. ο έμπειρος γεωργός
2. ως ουσ. αυτός που αγαπά τις αγροτικές ασχολίες, ο καλός, ο άξιος γεωργός
3. φρ. «γεωργικόν βιβλίον» — σύγγραμμα πάνω στην αγροτική οικονομία
4. (το θηλ ως ουσ.) η γεωργική (ενν. τέχνη)
η γεωργία, η καλλιέργεια
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεωργικά
α) πραγματεία για τη γεωργία
β) χωράφια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γεωργικός — agricultural masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικός — ή, ό ο σχετικός με τη γεωργία: Γεωργικά μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελκυστήρας, γεωργικός ή τρακτέρ — Γεωργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ρυμούλκηση, μεταφορά άλλων μηχανημάτων (όπως άροτρα, σκαλιστήρια, σπορείς, χορτοκοπτικές ή θεριστικές μηχανές, τρυπάνια), καθώς και για χειρισμό φορτωτών, ανυψωτήρων, εκσκαφέων και αποξεστών. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • γεωργικά — γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc pl γεωργικά̱ , γεωργικός agricultural fem nom/voc/acc dual γεωργικά̱ , γεωργικός agricultural fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικῶν — γεωργικός agricultural fem gen pl γεωργικός agricultural masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικόν — γεωργικός agricultural masc acc sg γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικώτατα — γεωργικός agricultural adverbial superl γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικώτατον — γεωργικός agricultural masc acc superl sg γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικαῖς — γεωργικός agricultural fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικαί — γεωργικός agricultural fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”